- εύτολμος
- -η, -ο (ΑΜ εύτολμος, -ον)αυτός που έχει τόλμη, ο τολμηρός, ο θαρραλέος, ο σθεναρόςνεοελλ.-μσν.αποφασιστικόςαρχ.επιγρ. (με κακή σημ.) θρασύς.επίρρ...ευτόλμως και εύτολμα (ΑΜ εὐτόλμως, Μ και εὔτολμα)με πολλή τόλμη, με πολύ θάρρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τολμος (< τόλμη) πρβλ. από-τολμος, θρασύ-τολμος].
Dictionary of Greek. 2013.